Μετάβαση σε περιεχόμενο

παγκόσμια ημέρα ποίησης


Recommended Posts

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης θέλω να μοιραστώ μαζί σας αγαπημένα ποιήματα που δύσκολα θα τα συναντήσει κανείς στις σημερινές εκδηλώσεις εορτασμού!

Γιώργος Κοκκινίδης

Ψυχώς...

Πως ρωτούν.

Ποιος είσαι "συ";

Και δεν έχουν

εκείνη την πολύτιμη αιδώ

να δουν τα μάτια

του ρωτούμενου;

Και αν δεν μπορούν

κατ' ευθείαν τα μάτια

ας κοιτάξουν το δάκρυ

κρύσταλλο που κυλά

τόσο ζεστό στο μάγουλο.

Μόνο να δουν

το είδωλό τους το ψυχρό

Λευκοί ντυμένοι

με υποδόρεια τη νόηση

ρωτούν...

... ρωτούν...

Και εγώ να μη θυμάμαι

τίποτα από τα μάτια μου,

τίποτα από τα δάκρυά μου.

Μόνο αυτούς στο λευκό

λευκό, λευκό χαμόγελο

και κείνα τα χέρια

τα διαγνωστικά τους.

Μόνο χέρια βλέπεις

λειτουργούν

με αλυσσίδες

... σύρματα...

Βελόνες ακόμα...

Γιώργος Φαλελάκης

Εγώ

Χρόνια κουβαλάω την ψυχοπάθειά μου,

τη χαρίζω στους γιατρούς

σαν καλλωπιστικό φυτό.

Εγώ, κρατάω τ' άστρα,

να τρεμοσβήνουν στις αισθήσεις μου.

Σ' αγαπώ

Έκρυψες τη δίψα του κορμιού σου

στις χούφτες μου.

Λίγα χιλιόμετρα παράδεισο και μόνο.

Σε δέχτηκα, σε πήρα αγκαλιά

και χάθηκες μέσα στα μπράτσα μου.

Η δύναμη και η δίψα.

Η δίψα στα χείλη σου.

Πόσο θα 'θελα

να περνάς μέσα στο αίμα μου.

Σαν εθισμός, σαν γιορτή

σαν κόκκινη βιολέττα.

Σ' ΑΓΑΠΩ!

Άτιτλο

Ράψαμε τα μάτια της νύχτας

μ' ατσαλοσύρματα.

Φυλακίσαμε το φως της ημέρας

σε αμέτρητους πολύχρωμους γλόμπους.

Βάλαμε το φεγγάρι στην αποθήκη

κομματιάσαμε τον ήλιο

σε χιλιάδες γυάλινα μάτια.

Απόψε

Απόψε η νύχτα με παίρνει σαν πρέζα ηρωίνης.

Λευκά κελιά, λευκά φώτα

λευκά όνειρα και άχρωμα.

Η απομόνωση,

τα λουκέτα, της συνείδησης οδοφράγματα,

φωτιές χωρίς καπνό

και ρημαγμένα τοπία.

Φωτιά εσωτερική.

Κάνω καβάντζα δυο ξέμπαρκα όνειρα

τα κρύβω βαθιά στο μαξιλάρι μου

τα 'κλεψα απ' το ντουλάπι με το αρτάν

δίπλα στο κοντάκι με το θάνατο

που ελοχεύει μέσα μου.

Μανόλης Δρακάκης

Δεν γράφω

Δεν γράφω για ανθρώπους

που κλαίνε

και τους νιώθω

μες τη ζωή πεζούς.

Μα γράφω για το κύμα

που είναι πιο αθώο

κι ας έπνιξε πολλούς.

Δεν γράφω για τα μάτια

που ύπουλα γελούνε

και κλαίνε συνεχώς.

Καλύτερα για τη βροχή

που είναι πιο αθώα

κι ας είν' ο κατακλυσμός.

Δεν γράφω για μαχαίρια

που έχει η κοινωνία

τη σάρκα να τρυπά.

Μα γράφω για θηρία

και ας ξεσκίζουν σάρκες

είναι κι αυτά αγνά.

Δεν γράφω για κανένα

που να καταλαβαίνει

αλήθεια και ψευτιά.

Για τους τρελούς θα γράφω

που 'ναι αγνή η ψυχή τους

κι έχουν θολή ματιά.

Αντώνης Βασιλοκωνσταντάκης

Παλαίστρα

Η πάλη φούντωσε για τα καλά.

Λέω ν' ανέβω στην παλαίστρα.

Μα η παλαίστρα είναι μέσα μου

πως θ' ανέβω στο μέσα μου

και να παλέψω.

Ένα καταλαβαίνω, πως είσαι εσύ,

είναι το μέσα μου,

είμαι εγώ, που παλεύουν.

Είναι το μέσα μου που παλεύει με μένα,

είσαι εσύ που παλεύεις με το μέσα μου,

είμαι εγώ που παλεύω με σένα.

Είναι το πάλεμα που παλεύει

με την πόλη.

Κι όλα αυτά γιατί θέλω,

μα δε σου το λέω

πως σ' έχω ανάγκη.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει

τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,

χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.

Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,

λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει

σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν

έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.

Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,

πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν

οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν

με το πορτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,

μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,

όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη

σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,

και τη ζωή τους εξακολουθούνε,

νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.

παλιο μα επικαιρο και αγαπημενο

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Καλημέρα κοριτσάκια :)

παρότι είχα μια δύσκολη νύχτα, ξύπνησα με ρομαντική διάθεση...

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες

στα περασμένα χρόνια.

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα

και σε βροχή, σε χιόνια,

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,

μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο

κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο

της ύπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάη

είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο

να παίζει, να πονάη,

μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,

γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,

μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες

κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω

μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

μεσα στην φαντασια μου

ριζωσαν τα ονειρα μου

και η πραγματικοτητα

ψευδαισθηση καρδια μου

σε δρομους αδιαβατους

γεματους παραισθησεις

περπατα φαντασια μου

και αορατε ερωτα μου

θα βρεις την ουτοπια μου

μες τα θολα νερα μου...

πανω στο παραθυρο μου

δυο σταγονες λαμπηριζουν

και καθως αυτες κυλανε

την ζωη μου ατενιζουν

σαν το συννεφο που σκαει

και τα δακρυα σκορπαει

ετσι ειναι η ζωη μου

οταν δεν εισαι μαζι μου

μια αστραφτει και μια βρεχει

και ο νους σε σενα τρεχει

αχ αυτη η ιστορια

μια γλυκια κακοκαιρια......

δικα μου..........

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Μ' αρέσει πολύ που συνεχίσατε με Καρυωτάκη και Πολυδούρη κορίτσια!!!

Ρεμπέκα πολύ όμορφα, μπράβο!

Εγώ λέω να συνεχίσω μ' ένα ποίημα ταιριαστό με το φόρουμ μας...

Γεράσιμος Μαρκοράς

Μάνα

Μάνα!... Δε βρίσκεται

λέξη καμία

να'χει στον ήχο της

τόση αρμονία

σαν ποιός να σ' άκουσε

με στήθος κρύο,

όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα

ζωμένο ακόμα,

με χάρη ανοίγοντας

γλυκά το στόμα,

γυρνάει στον άγγελο

που τ' αγκαλιάζει

και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας

ο νέος διαβάτης

πέφτει στ' αγνώριστα

βρόχια τσ' απάτης,

και αναστενάζοντας

μάνα μου! Λέει,

μάνα! και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε

τ' άνθια κ' η χάρη

τριγύρω σέρνεται

με αργό ποδάρι,

ώσπου στην κλίνη του,

σα βαρεμένος,

πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη

πνοή του στείλει,

αργά ταράζονται

τα κρύα του χείλη,

και με το μάνα μου!

πρώτη φωνή του,

πετά η ψυχή του.

Κι επειδή μου μεταδώσατε ρομαντική κι ερωτική διάθεση, πάρτε και μια Μυρτιώτισσα...

Σ' αγαπώ, δεν μπορώ

τίποτ' άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ

με λαχτάρα σκορπώ

τον πολύφυλλο ανθό

της ζωής μου.

Ω μελίσσι μου, πιες

απ' αυτόν τις γλυκές,

τις αγνές ευωδιές

της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου, να,

στα προσφέρω δετά,

για να γείρεις γλυκά

το κεφάλι,

κι η καρδιά μου σκιρτά

κι όλη ζήλεια ζητά

να σου γίνει ως αυτά

προσκεφάλι.

Και για στρώμα, καλέ,

πάρε όλην εμέ,

σβήστ' τη φλόγα σε με

της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ

τη ζωή θ' αγροικώ

να κυλάει στο ρυθμό

της καρδιάς σου.

Σ' αγαπώ, τι μπορώ,

ακριβέ, να σου πω,

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο;

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Ωραία τα ποίηματα που διαλέξατε!

Σαμάνθα, αυτό το ποίημα μ' αρέσει, κυρίως μελοποιημένο και εκτελεσμένο από τη Μάγδα Πένσου.

Το κάναμε και στο σχολείο, αλλά πού να το εκτιμήσουν οι Νεάντερταλ... Είπαν ότι πρέπει να είχε σοβαρό πρόβλημα αυτή η Πολυδούρη...

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Σύλβια Πλαθ...

Σύντομα, σύντομα η σάρκα

Που στη σπηλιά του τάφου έχει φαγωθεί

Σε μένα θα επιστραφεί.

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.

Είμαι μόλις τριάντα.

Και σαν την γάτα μπορώ να χάσω τη ζωή μου εφτά φορές.

Η τρίτη είναι αυτή.

Τι σκουπιδαριό

Να εκμηδενίζεις τις δεκαετίες.

Πόσα μύρια νήματα.

Το πλήθος που μασουλά φιστίκια

Στριμώχνεται να δει

Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδια -

Το μεγάλο ξεγύμνωμα.

Κυρίες και κύριοι,

Αυτά είναι τα χέρια μου

Τα γόνατά μου.

Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,

Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα.

Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα.

Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη σκόπευα

Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.

Λικνιζόμουν κλειστή

Σαν όστρακο.

Αναγκάστηκαν ξανά και ξανά να με φωνάξουν

Κι από πάνω μου να βγάλουν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια.

Το να πεθαίνεις

Είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο.

Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.

...

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό...

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,

δε γυρεύω χάρη·

κάτι μου έχουν πάρει, μέσ’ απ’ την ψυχή

κάτι μου έχουν πάρει.

Και δεν ήταν ούτε ξωτικά,

και δεν ήταν χέρια,

και ήταν ένα βράδυ που έπαιζαν θολά

στο γιαλό τ’ αστέρια.

Κι ήρθε ένας αέρας κι ήρθε ένας βοριάς

κι ήρθε ένα σκοτάδι –

ω αδερφή, χαμένο κάποιο μυστικό,

που θρηνούμε ομάδι,

μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό,

δείχνει το φεγγάρι –

κάτι μου έχουν πάρει, μέσ’ απ’ την ψυχή

κάτι μου έχουν πάρει.

Ήρθες

Ήρθες· και η μέρα ήταν χλωμή

και ήτανε κρύο –

ήρθες, μα με απλωμένα τα πανιά

έμενε το πλοίο.

Ήρθες·

και τα πουλιά καθίσαν στα κλαδιά

και κελαδούσαν,

και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά

κι άνθη σκορπούσαν.

Ήρθες·

αλλά τα φύλλα στα κλαδιά

ήταν μαδημένα

και ήταν τα σύννεφα σταχτιά

και κρεμασμένα.

Και ήταν η θάλασσα χλωμή

και ήτανε κρύο·

κι όλοι κοιτάζανε χλωμοί

που με απλωμένα τα πανιά

έμενε το πλοίο.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

  • 2 weeks later...

Αργύρης Χιόνης - από τον "Ακίνητο Δρομέα"

Είναι θλιμμένος ο δρομέας που τρέχει μόνος και διανύει μεγάλες αποστάσεις δίχως κοινό και δίχως αντιπάλους.

Είναι θλιμμένος ο δρομέας που δεν τρέχει για να φτάσει πρώτος, που δεν τρέχει για να φτάσει καν.

Είναι θλιμμένος ο μοναχικός δρομέας και σχεδόν ακίνητος.

__________

Ο κόσμος πάνωθέ του και, κάτωθέ του, ο κόσμος, κι αυτός, στη μέση, συνθλιμμένος. Κόσμιος, μαλακός και συνθλιμμένος.

__________

Με τη χρήση οινοπνεύματος, πασχίζει να εξημερώσει τις ανήμερες ημέρες, καθότι το οινόπνευμα, ως γνωστόν, έχει την ιδιότητα να καταστέλλει την υπερβολική, σχεδόν μανιακή και, οπωσδήποτε, ανώφελη επιμονή του καθημερινού να καταστεί αιώνιο.

__________

Χρόνια επιχειρούσε, δίχως αποτέλεσμα, να φτάσει ως τα βάθη της ψυχής του, ως αυτό που πίστευε πως είναι φως ανέσπερο, ζωής πυρήνας. Κάποτε, επιτέλους, τα κατάφερε. Βρήκε τόσο πυκνό σκοτάδι που το μάσαγε.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Παν-κλάμα - Κική Δημουλά

Τι συμβαίνει;

Και τι προαιώνια έχθρα το χωρίζει

από αυτό που δεν συμβαίνει;

Ασφυκτικά άδειο το ακροατήριο.

Κανείς δεν θ’απαντήσει;

Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.

Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει.

Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

Τι συμβαίνει;

Ποιος φόβος κλαίει

κι είν’ έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;

Είχα τόσα ζευγάρια μάτια

για μακριά για κοντά

για μέσα για έξω

για έτσι γι′ αλλιώς

για τούτο για κείνο

για ψηλά για χαμηλά

για τις εκλείψεις των προσώπων

τη χάση και τη φέξη γενικά των φαινομένων,

τόσα ζευγάρια μάτια

και ποια ωριμότητα κλεπτομανής τα πήρε

αφήνοντάς μου μόνο ένα ζευγάρι

να βλέπω τι μου κλέβεται;

Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες.

Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.

Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει.

Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

Τι συμβαίνει;

Ποια νεκρή στάση ζωής

τιμούν τόσες ομοβροντίες σιωπών;

Τα μάτια ποιου Τελειωμένου έχουν κλάψει

κι ειν’ έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;

Ποιο Τέλος άντεξε

κατάμουτρα να πει στην Αρχή δεν σε γνωρίζω;

Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες.

Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει,

όπως μένει κανείς με τις ίδιες κινήσεις που κάνει όταν φεύγει.

Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

Τι συμβαίνει;

Μια καθυστέρηση ερωτεύθηκε το Έγκαιρο

κι εκείνο την απόδιωξε:

άσε με ήσυχο παλιόγρια.

Βρωμόπαιδο Έγκαιρο, μαμόθρεφτε Χρόνε.

Θα προφτάσω να φτάσω

έγκαιρα στη μακρινή αλλαγή μου;

Ποιος φόβος κλαίει

κι είναι το πόσο απέχω και πού πάω

βρεμένα ως το κόκκαλο;

Κι όταν φτάσω εκεί

πόσα θα χρειαστεί ακόμα να πεθάνουν,

τι ομοβροντίες τιμητικές σιωπών

κι άλλες θα ξανακούσω

και πόσο θα μου μέλλεται

πάλι να ξεκινάω

διαρκώς να ταξιδεύω

σε όλο και βαθύτερη

και μακρινότερη αλλαγή μου;

Τελείωσα.

Βγάζω το μοναδικό ζευγάρι μάτια που έχω

και υποκλίνομαι.

Το αφυκτικά άδειο ακροατήριο κλαίει.

Τι παν-κλάμα!

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Από τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Σα να ‘τανε φτιαγμένος για το κέφι σου ο κόσμος ζήσε,

λες και τον έχουνε ξομπλιάσει για την αφεντιά σου μόνο.

Μα μην το λησμονάς πως δεν είσ’ άλλο μια χούφτα χιόνι

στην αμμουδιά στρωμένο μια δυο μέρες, που θα λιώσει.

Σύννεφο της κακοκεφιάς να μην αφήνεις να σε σκιάζει

κι ας μη χαθούν οι μέρες σου σ’ αναίτιας λύπης την ομίχλη.

Μην απαρνιέσαι το λιβάδι, τα φιλί, το ερωτικό τραγούδι

μέχρι με τον πηλό να ζυμωθεί, μια μέρα, ο πηλός σου.

Όταν τινάχτηκα από του μυστηρίου μου τον κόσμο

σαν το γεράκι και ψηλά-ψηλά εκεί φτεροκοπούσα,

δε με περίμενε σοφία κι απολύτρωσης αλήθεια

κι έτσι ξαναπερνώ από την ίδια τη στενή την πύλη.

Δε με ρωτήσανε και με βάλανε να ζω σ’ αυτό τον κόσμο.

Μα πάλι, σαν το κυνηγιάρικο σκυλί, το ριζικό μου

με διώχνει. Σήκω κάπελα και ρίξε πάνω σου ένα ρούχο

και μπρούσκο κέρνα να ξεπλύνουμε του κόσμου τη μιζέρια.

Έσφιξ’ αχόρταγα τα χείλια μου ρωτώντας το ποτήρι

μη θα μπορούσα τάχα να γυρέψω τ’ άγουρά μου χρόνια.

Και κείνο μουρμουρίζει σφίγγοντας τα χείλια τα δικά μου:

«Πιες άλλη μια γουλιά. Δεν έχει γυρισμό αυτός ο δρόμος».

Αυτός ο κόσμος που δεν έχει άκρη σ’ όλους μας κερνάει

από ‘να κύπελλο γιομάτο. Όταν έρθει κι η σειρά σου

τα δάκρυα σώνουν. Άσε τη χαρά ν’ ανθίσει. Σήκωσέ το

ψηλά το κύπελλο κι ύστερα στράγγιξέ το μονορούφι.

Στο φυσικό του το ’χει το φεγγάρι πρόσωπο ν’ αλλάζει

και πότε μοιάζει φουντωτό δεντρί και πότε πάλι αγρίμι.

Δεν πετυχαίνεις τίποτα κι αν αφανίσεις τη μορφή του.

Σ’ αυτό που μοιάζει τώρα ζει αυτό π’ ακόμα δεν εγίνει.

Κρυμμένος τη ζωή περνάς κι ανεξιχνίαστος σαν πάντα.

Και κάποτε είσαι πρόσωπο κι άλλες φορές πάλι τοπίο.

Και σε κανένα τ’ ακριβό το θέαμα δε θες να δείξεις

κι είσαι συνάμα μοναχός σου το κοινό κι ο θεατρίνος.

Της λογικής πολύξεροι καλαμαράδες τα τινάξαν

απ’ τους πολλούς συλλογισμούς, να ζει ή να μη ζει κανένας.

Τράβα αγράμματε και διάλεξε καλά τι θα τρυγήσεις.

Απ’ τη δικιά τους σκόνη βγαίνουν μόνο άγουρα σταφύλια.

Τη μέρα την αυριανή, φωνή καμιά δε σου την τάζει.

Γι αυτό φεγγάρι μου θνητό με την ψυχή σου γλέντα, κούπες

αδειάζοντας στη φωτοφεγγαριά. Μπορεί ένα μεσονύχτι

να ψάχνει το φεγγάρι να μας βρει και να ‘μαστε φευγάτοι.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Σήκω και δώσε μου κρασί τα λόγια είναι χαμένα

απόψε το χειλάκι σου θα 'ναι το παν για μένα

κι όσο για τα ταξίματα και για τα κρίματά μου

τα βλέπω σαν τα κατσαρά μαλλιά σου μπερδεμένα

Για 'κείνα που δεν έκανα και που 'χω καμωμένα

αν έχω τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα

αυτό θα 'ν' το μαράζι μου κρασί λοιπόν, ποιος ξέρει

μη βγαίνει τούτ' η αναπνοή στερνή φορά από μένα

Όταν θελήσει η μοίρα μου τον κόσμο αυτό ν' αφήσω

και κάθ' ελπίδα για ζωή απ' την καρδιά μου σβήσω

μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι

σαν θα γεμίζει με κρασί μπορεί να ξαναζήσω

στιχοι: ομαρ καγιαμ

μουσικη: θανασης παπακωνσταντινου(αδυναμια μεγαλη ;) )

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Συμμετοχή στη συζήτηση

Μπορείτε να γράψετε τώρα το μήνυμά σας και να εγγραφείτε μετά. Αν έχετε ήδη λογαριασμό, συνδεθείτε τώρα για να δημοσιεύσετε το μήνυμα με το ψευδώνυμό σας.
Note: Your post will require moderator approval before it will be visible.

Guest
Απαντήστε σε αυτή τη συζήτηση...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

×
×
  • Προσθήκη...