Μετάβαση σε περιεχόμενο

Με επιφύλαξη αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τα εμβόλια


admin

Recommended Posts

Στοιχεία δείχνουν ότι μόλις το 50% των εργαζομένων στις δημόσιες δομές υγείας είναι εμβολιασμένοι για την ηπατίτιδα, ενώ μόλις ένας στους πέντε κάνει το αντιγριπικό εμβόλιο.

Ακόμη πιο επιφυλακτικούς για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων βρίσκει τους Έλληνες, γονείς αλλά και επαγγελματίες υγείας, η τρέχουσα Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμού που συντονίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και στη χώρα μας από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ).
 
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τους ειδικούς την Τρίτη στο ΚΕΕΛΠΝΟ, με την ευκαιρία της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Εμβολιασμού και των δράσεων που υλοποιούνται, είναι απογοητευτικά για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται μερίδα του πληθυσμού στη χώρα μας τα προγράμματα εμβολιασμού, μια από τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας που έχει συμβάλλει στην εκρίζωση δεκάδων θανατηφόρων ή επικίνδυνων ασθενειών.
 
Ως πρόβλημα που συνεχώς μεγαλώνει χαρακτήρισε την επιφύλαξη των Ελλήνων γονέων απέναντι στα εμβόλια η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου. Την ίδια στιγμή, στοιχεία δείχνουν ότι μόλις το 50% των εργαζομένων στις δημόσιες δομές υγείας είναι εμβολιασμένοι για την ηπατίτιδα, ενώ μόλις ένας στους πέντε κάνει το αντιγριπικό εμβόλιο!
 

Με διαμορφωμένες απόψεις για τα εμβόλια πάνε στον παιδίατρο οι Έλληνες

Σύμφωνα με την ειδικό, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων εκφράζουν έντονο προβληματισμό σχετικά με τα εμβόλια όταν επισκέπτονται τον παιδίατρό τους για τον…εμβολιασμό των παιδιών τους.

Άλλοι θέλουν να επιλέγουν τον αριθμό των εμβολίων και τα εμβολιαστικά σχήματα (με τους περισσότερους να απορρίπτουν το περίφημο πλέον παιδικό εμβόλιο MMR που ψευδώς έχει συσχετιστεί με τον αυτισμό) , άλλοι να επιλέγουν το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών (η πλειοψηφία θέλει να εμβολιαστούν τα παιδιά αλλά «όχι τώρα, λίγα χρόνια αργότερα»), άλλοι θέλουν να πειστούν από τον παιδίατρο με λεπτομερή και αναλυτικά επιστημονικά επιχειρήματα και δεν αρκούνται στις λακωνικές διαβεβαιώσεις του ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά.

Μικρό ποσοστό γονέων είναι εξαρχής αντίθετοι με τον εμβολιασμό και αρνούνται να εμβολιαστεί το παιδί τους, εγείροντας άλλα ζητήματα στην παιδιατρική κοινότητα σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει ο ειδικός απέναντι σε αυτό το περιστατικό, εάν δηλαδή θα συνεχίσει να παρακολουθεί ένα παιδί ανεμβολίαστο ή όχι καθώς οι κίνδυνοι στους οποίους αυτό εκτίθεται είναι μεγαλύτεροι.
 
«Ο παιδίατρος δεν έχει δικαίωμα να διώξει, να απορρίψει το παιδί οι γονείς  του οποίου αρνούνται τον εμβολιασμό. Αυτό που οφείλει να κάνει ο παιδίατρος είναι να συζητήσει εκτενώς με τον κάθε γονιό που προσέρχεται στο ιατρείο του με διαμορφωμένες απόψεις και ερωτήσεις σχετικά με τα εμβόλια –που κατά κυριο λόγο δεν έχουν πάντα ιατρική βάση- και να του θέσει το σωστό πλαίσιο σκέψης για αυτά και για το τι έχει επιτευχθεί με τη χρήση τους» είπε η κυρία Θεοδωρίδου, προσθέτοντας μάλιστα ότι «δυστυχώς τα εμβόλια είναι θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους. Πέτυχαν να εξαλείψουν πολλές ασθένειες και πλέον δεν θεωρείται αυτονόητη η συμβολή τους στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφού οι νεότεροι, ακόμη και επιστήμονες, δεν έχουν εικόνα για τις ασθένειες αυτές ή τις επιπλοκές τους».
 
Η αντιεμβολιαστική τάση στη χώρα μας άρχισε να καταγράφεται μετά την πανδημία της γρίπης το 2009 – η αμφιβολία εκείνης της περιόδου για την ασφάλεια του αντιγριπικού εμβολίου επεκτάθηκε και σε άλλα εμβόλια, κυρίως παιδικά.

Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει ακόμη μια χώρα με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη πληθυσμού και ευτυχώς παρατηρητής ακόμη σε επιδημίες ιλαράς ή κοκύτη που καταγράφονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή της Αμερικής. Στη Ρουμανία, αναφέρθηκε ενδεικτικά, έχουν καταγραφεί 4.500 κρούσματα και 21 θάνατοι.

Όπως ανέφεραν οι ειδικοί, σε ό,τι αφορά τις ασθένειες διφθερίτιδα, τέτανο, κοκύτη το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του παιδικού πληθυσμού ανέρχεται στο 95%, ενώ για την ιλαρά το ποσοστό κυμαίνεται από το 97% έως το 99%. Τόνισαν ότι είναι σημαντικό ότι εφέτος δεν έχει δηλωθεί κανένα κρούσμα ιλαράς  και υπενθύμισαν τις δύο επιδημίες της νόσου που είχαν συμβεί το 2005 και το 2010.

Ακόμη πιο σημαντικό όμως τονίστηκε ότι είναι η εμβολιαστική δράση που υλοποιήθηκε στους παιδικούς πληθυσμούς των Κέντρων Φιλοξενίας και Μεταναστών στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ, κ. Άγη Τερζίδη, υλοποιήθηκε πρόγραμμα εμβολιασμού για παιδιά ηλικίας 2 μηνών έως 10 χρόνων και έγιναν συνολικά 10.000 δόσεις εμβολίων. Εκτιμάται ότι έχει επιτευχθεί κάλυψη σε ποσοστό 82% στον πληθυσμό αυτό.

Με επιφύλαξη βλέπουν τα εμβόλια και οι επαγγελματίες υγείας

Εφέτος, για πρώτη φορά, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, καταγράφηκε αύξηση του ποσοστού των επαγγελματιών υγείας στο ΕΣΥ που έκαναν το αντιγριπικό εμβόλιο. Στα νοσοκομεία το ποσοστό έφτασε στο 20% και στα Κέντρα Υγείας το 35%, ποσοστά που σε κάθε περίπτωση παραμένουν χαμηλά σε σύγκριση με αντίστοιχα από ευρωπαϊκές χώρες.

Εάν αναλογιστεί κάποιος τις κομβικές θέσεις που καλύπτουν μέσα στο σύστημα υγείας οι εργαζόμενοι, ιατροί, νοσηλευτές, λοιπό προσωπικό, και τη σημασία που έχει για την υγεία των ασθενών που καλούνται να φροντίσουν η δική τους υγεία, αντιλαμβάνεται πως ο εμβολιασμός προφανώς και δεν είναι προαιρετικός, αλλά υποχρέωσή τους.

Μάλιστα, όπως ανέφερε η υπεύθυνη του Τμήματος Επιδημιολογίας του ΚΕΕΛΠΝΟ, παιδίατρος κυρία Θεανώ Γεωργακοπούλου, στη βιβλιογραφία έχουν αναφερθεί λόγω των ανεμβολίαστων επαγγελματιών υγείας επιδημίες γρίπης μέσα σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), σε Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ) και σε Μονάδες Μεταμοσχεύσεων.

Γιατί αρνούνται το αντιγριπικό εμβόλιο στα νοσοκομεία

Σύμφωνα με στοιχεία σχετικής έρευνας για τον αντιγριπικό εμβολιασμό που παρουσίασε η κυρία Γεωργακοπούλου, ποσοστό 43% των επαγγελματιών υγείας δήλωσαν πως δεν το κάνουν γιατι δεν θεωρούν ότι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, ποσοστό 33% γιατί φοβούνται για τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες και ποσοστό 19% διότι θεωρούν μη αποτελεσματικό το αντιγριπικό εμβόλιο.

Ερωτηθείσα η ειδικός, εάν στη χώρα μας έχουν καταγραφεί μικρο-επιδημίες γρίπης στις ευαίσθητες Μονάδες των νοσοκομείων, απάντησε πως δεν έχουν καταγραφεί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν συμβεί, καθώς το πάγιο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η υποδήλωση τέτοιων συμβάντων, ότι δηλαδή δεν αναφέρονται.

«Η ανοσία σε επίπεδο κοινότητας στηρίζεται στην σταθερά υψηλή εμβολιαστική κάλυψη για να αποφεύγεται η μετάδοση των νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβολιασμό. Όσο περισσότεροι γονείς επιλέγουν να μην εμβολιάσουν τα παιδιά τους, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων αυτών. Με την επιλογή σας ως γονείς να μην εμβολιάσετε  το παιδί σας, θέτετε σε κίνδυνο όχι μόνο το ίδιο το παιδί αλλά και το κοινωνικό σύνολο» υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας, κ. Γιάννης Μπασκόζος.


Δείτε ολόκληρο το άρθρο

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

×
×
  • Προσθήκη...