Εκτέλεση της Αναζήτησης
Εμφάνιση αποτελεσμάτων με ετικέτες 'γονίδια' .
Βρέθηκαν 5 αποτελέσματα
-
Τα γονίδια ευθύνονται για τις ιδιοτροπίες των παιδιών στο φαγητό
ένα άρθρο δημοσίευσε admin σε Νέες Μελέτες
Αν σας έχει πρήξει το παιδί σας με την άρνησή του να φάει τα φαγητά που με τόσο κόπο του έχετε ετοιμάσει, ίσως πρέπει να το δικαιολογήσετε: μπορεί να φταίνε και τα γονίδιά του. Μια νέα βρετανο-νορβηγική επιστημονική έρευνα κατέληξε για πρώτη φορά στο συμπέρασμα ότι οι ιδιοτροπίες των παιδιών στο θέμα του φαγητού έχουν και γενετικό υπόβαθρο - μάλιστα καθόλου ασήμαντο, αλλά περίπου κατά το ήμισυ (το άλλο μισό είναι οι επιρροές του περιβάλλοντος και της συμπεριφοράς των γονιών). Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Αντρέα Σμιθ του University College του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό παιδοψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής "Journal of Child Psychology and Psychiatry", σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Τέλεγκραφ», ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 2.000 οικογένειες με δίδυμα ηλικίας περίπου 16 μηνών. Οι γονείς απάντησαν σε ερωτηματολόγια για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Για να απονομονώσουν τους γενετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών, οι επιστήμονες συνέκριναν τις συνήθειες των μονοζυγωτικών διδύμων (με κοινό το 100% των γονιδίων) με τις συνήθειες των διζυγωτικών διδύμων (που έχουν κοινά μόνο τα μισά γονίδια). Κατ' αρχήν διαπιστώθηκε ότι τα ιδιότροπα παιδιά, που είναι άκρως επιλεκτικά με το φαγητό τους, είναι χονδρικά τα ίδια που απορρίπτουν συνήθως τα καινούρια και άγνωστα φαγητά. Επίσης, η μελέτη δείχνει ότι η επιλεκτικότητα στο φαγητό έχει γενετική επιρροή σε ποσοστό 46%, ενώ η «νεοφοβία» (η απόρριψη των νέων φαγητών) έχει ακόμη πιο έντονο γενετικό υπόβαθρο, σε ποσοστό 58%. «Τα 'δύσκολα' με το φαγητό παιδιά επηρεάζονται σημαντικά από τα γονίδιά τους, ήδη από πολύ νωρίς. Είναι μια έμφυτη τάση και δεν φταίνε οι γονείς που τα παιδιά τους είναι τόσο ιδιότροπα. Η γενετική επίδραση είναι ολοφάνερη στην ηλικία των 16 μηνών», δήλωσε η Σμιθ. Επισήμανε πάντως ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι εξίσου σημαντικοί, άρα οι γονείς έχουν σαφώς περιθώρια να επηρεάσουν τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Πρόσθεσε ότι οι γονείς δεν πρέπει να πιέζουν το παιδί τους να φάει κάτι που δεν θέλει ή να το «δωροδοκούν» τεχνηέντως, αλλά είναι καλύτερα να του το προσφέρουν συχνά σε άσχετες στιγμές εκτός γευμάτων και να επικροτούν κάθε προσπάθειά του να το αγγίξει ή να το μυρίσει. Παραμένει άγνωστο αν υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια και ποια είναι αυτά, που επηρεάζουν τις διατροφικές ιδιοτροπίες των παιδιών. Το πιθανότερο, κατά τους ερευνητές, είναι ότι πολλά γονίδια εμπλέκονται και το καθένα παίζει μικρό ρόλο από μόνο του.-
- παιδιά
- ιδιοτροπιες
-
(και 2 ακόμη)
Tagged with:
-
Τα γονίδια ευθύνονται για τις ιδιοτροπίες των παιδιών στο φαγητό
μία συζήτηση δημοσίευσε admin σε Νέα & Άρθρα
«Τα 'δύσκολα' με το φαγητό παιδιά επηρεάζονται σημαντικά από τα γονίδιά τους, ήδη από πολύ νωρίς. Είναι μια έμφυτη τάση και δεν φταίνε οι γονείς που τα παιδιά τους είναι τόσο ιδιότροπα. Η γενετική επίδραση είναι ολοφάνερη στην ηλικία των 16 μηνών», δήώσε η επικεφαλής νέας έρευνας του UCL. Αν σας έχει πρήξει το παιδί σας με την άρνησή του να φάει τα φαγητά που με τόσο κόπο του έχετε ετοιμάσει, ίσως πρέπει να το δικαιολογήσετε: μπορεί να φταίνε και τα γονίδιά του. Μια νέα βρετανο-νορβηγική επιστημονική έρευνα κατέληξε για πρώτη φορά στο συμπέρασμα ότι οι ιδιοτροπίες των παιδιών στο θέμα του φαγητού έχουν και γενετικό υπόβαθρο - μάλιστα καθόλου ασήμαντο, αλλά περίπου κατά το ήμισυ (το άλλο μισό είναι οι επιρροές του περιβάλλοντος και της συμπεριφοράς των γονιών). Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Αντρέα Σμιθ του University College του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό παιδοψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής "Journal of Child Psychology and Psychiatry", σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Τέλεγκραφ», ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 2.000 οικογένειες με δίδυμα ηλικίας περίπου 16 μηνών. Οι γονείς απάντησαν σε ερωτηματολόγια για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Για να απονομονώσουν τους γενετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών, οι επιστήμονες συνέκριναν τις συνήθειες των μονοζυγωτικών διδύμων (με κοινό το 100% των γονιδίων) με τις συνήθειες των διζυγωτικών διδύμων (που έχουν κοινά μόνο τα μισά γονίδια). Κατ' αρχήν διαπιστώθηκε ότι τα ιδιότροπα παιδιά, που είναι άκρως επιλεκτικά με το φαγητό τους, είναι χονδρικά τα ίδια που απορρίπτουν συνήθως τα καινούρια και άγνωστα φαγητά. Επίσης, η μελέτη δείχνει ότι η επιλεκτικότητα στο φαγητό έχει γενετική επιρροή σε ποσοστό 46%, ενώ η «νεοφοβία» (η απόρριψη των νέων φαγητών) έχει ακόμη πιο έντονο γενετικό υπόβαθρο, σε ποσοστό 58%. «Τα 'δύσκολα' με το φαγητό παιδιά επηρεάζονται σημαντικά από τα γονίδιά τους, ήδη από πολύ νωρίς. Είναι μια έμφυτη τάση και δεν φταίνε οι γονείς που τα παιδιά τους είναι τόσο ιδιότροπα. Η γενετική επίδραση είναι ολοφάνερη στην ηλικία των 16 μηνών», δήλωσε η Σμιθ. Επισήμανε πάντως ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι εξίσου σημαντικοί, άρα οι γονείς έχουν σαφώς περιθώρια να επηρεάσουν τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Πρόσθεσε ότι οι γονείς δεν πρέπει να πιέζουν το παιδί τους να φάει κάτι που δεν θέλει ή να το «δωροδοκούν» τεχνηέντως, αλλά είναι καλύτερα να του το προσφέρουν συχνά σε άσχετες στιγμές εκτός γευμάτων και να επικροτούν κάθε προσπάθειά του να το αγγίξει ή να το μυρίσει. Παραμένει άγνωστο αν υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια και ποια είναι αυτά, που επηρεάζουν τις διατροφικές ιδιοτροπίες των παιδιών. Το πιθανότερο, κατά τους ερευνητές, είναι ότι πολλά γονίδια εμπλέκονται και το καθένα παίζει μικρό ρόλο από μόνο του. Δείτε ολόκληρο το άρθρο-
- παιδιά
- ιδιοτροπιες
-
(και 2 ακόμη)
Tagged with:
-
Η ηλικία που μια γυναίκα θα γίνει μητέρα για πρώτη φορά, καθώς και το πόσα παιδιά συνολικά θα γεννήσει, εξαρτάται και από τα γονίδιά της, πέρα από άλλους παράγοντες που ασφαλώς παίζουν ρόλο, συνήθως ακόμη μεγαλύτερο, σύμφωνα με μια νέα βρετανο-ολλανδική επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Γκρόνιγκεν, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μελίντα Μιλς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLoS One», ανέλυσαν τα γονιδιώματα 6.700 γυναικών για να προσδιορίσουν τον βαθμό στον οποίο υπάρχει γενετικό υπόβαθρο στο πότε γεννιέται το πρώτο παιδί και πόσο μεγάλη θα είναι τελικά η οικογένεια μιας γυναίκας. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μερικές γυναίκες έχουν γενετική προδιάθεση να αποκτήσουν παιδί νωρίτερα στη ζωή τους από ό,τι άλλες και μάλιστα αυτή η τάση (που στην ουσία συνιστά ένα συγκριτικό αναπαραγωγικό πλεονέκτημα) κληροδοτείται στις κόρες τους. Από την άλλη, η έρευνα διαπίστωσε ότι κοινωνικοί, οικονομικοί και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες (περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, καριέρα, οικονομικές δυσκολίες, ανεξάρτητη ζωή κ.α.) παίζουν καθοριστικό ρόλο, με συνέπεια πολλές γυναίκες που γεννήθηκαν στον 20ό αιώνα, παρόλο που διαθέτουν αυτή τη γενετική τάση, τελικά καθυστερούν την μητρότητα. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι τα γονίδια καθορίζουν σε ποσοστό 15% περίπου τις διαφορές μεταξύ των γυναικών, όσον αφορά την ηλικία γέννησης του πρώτου παιδιού τους. Επίσης, τα γονίδια εκτιμάται ότι επηρεάζουν σε ποσοστό 10% κατά μέσο όρο το πόσα παιδιά θα γεννήσει μια γυναίκα. Υπάρχει μάλιστα μια επικάλυψη ανάμεσα σε αυτές τις δύο γενετικές επιρροές, με αποτέλεσμα, όσες γυναίκες γεννούν παιδιά νωρίτερα, να αποκτούν συνήθως και περισσότερα παιδιά. Όπως είπε η Μιλς, «από εξελικτική και γενετική άποψη, οι νεότερες γενιές γυναικών έχουν την τάση σήμερα να αποκτούν παιδιά σε νεαρότερη ηλικία από ό,τι οι γυναίκες στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, αυτό που παρατηρούμε στην πραγματικότητα, είναι ότι συμβαίνει το αντίθετο. Κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες στις σύγχρονες κοινωνίες επηρεάζουν τις γυναίκες, με αποτέλεσμα αυτές να καθυστερούν να ξεκινήσουν την οικογένειά τους, αν και γνωρίζουν πως υπάρχει κίνδυνος να μην μπορέσουν τελικά να γεννήσουν, αν καθυστερήσουν πάρα πολύ». Πηγή:protothema.gr
-
Ο ύπνος είναι θέμα γονιδίων: Το πόσο καλά κοιμάστε εξαρτάται από τους γονείς
ένα άρθρο δημοσίευσε vicky86 σε Νέες Μελέτες
Η διάρκεια του ύπνου ενός ανθρώπου μπορεί να εξαρτάται και από τα γονίδιά του, σύμφωνα με νέα διεθνής επιστημονική έρευνα η οποία εντόπισε δύο περιοχές του DNA που φαίνεται να επηρεάζουν το αν κανείς κοιμάται πολύ ή λίγο στη ζωή του. Οι ερευνητές της κοινοπραξίας CHARGE, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Γκότλιμπ του Κέντρου Διαταραχών Ύπνου της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής «Molecular Psychiatry», εξέτασαν στοιχεία για πάνω από 47.000 ανθρώπους από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη μέση διάρκεια του ύπνου τα βράδια, με τις γενετικές πληροφορίες από την ανάλυση του DNA. Η μελέτη έφερε στο φως δύο περιοχές του DNA, η μία από τις οποίες είναι πιο κοινή σε όσους κοιμούνται πάνω από τον μέσο όρο και η άλλη, αντίστροφα, είναι πολύ συχνότερη σε εκείνους που κοιμούνται λιγότερο από τον μέσο όρο. Προηγούμενες έρευνες είχαν συνδέσει την πρώτη περιοχή με τον καλύτερο μεταβολισμό της γλυκόζης και με μειωμένη πιθανότητα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), ενώ τη δεύτερη περιοχή με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και σχιζοφρένειας. «Οι συνήθειες του ύπνου επηρεάζονται από τις γενετικές διαφορές», δήλωσε ο Ντάνιελ Γκότλιμπ και επεσήμανε ότι η μελέτη του είναι μια από τις πρώτες που προσπαθούν να εντοπίσουν το γενετικό υπόβαθρο αυτών των διαφορών, καθώς και τη σχέση τους με χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης ή με ψυχικές διαταραχές. Προς το παρόν, οι ερευνητές δεν ξέρουν ποιοί ακριβώς βιολογικοί μηχανισμοί εξηγούν την σχέση ανάμεσα στη διάρκεια του ύπνου και στις δύο περιοχές του DNA που εντοπίστηκαν. Σκοπεύουν, πάντως, όπως είπε ο Ντάνιελ Γκότλιμπ, να κάνουν περαιτέρω έρευνα αυτών των δύο γενετικών περιοχών. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι εν λόγω γενετικές περιοχές έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση των ορμονών του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι με υποθυρεοειδισμό έχουν την τάση να κοιμούνται πολύ, ενώ αντίστροφα όσοι έχουν υπερθυρεοειδισμό κοιμούνται λιγότερο ή έχουν τάση αϋπνίας. iefimerida.gr -
Είναι η πρώτη φορά που επιβεβαιώνεται ότι δύο άνθρωποι με συζυγικό δεσμό έχουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη ομοιότητα μεταξύ τους, όσον αφορά το DNA τους. Στο παρελθόν προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, τείνουν να διαλέγουν σύζυγο με παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο. Τώρα, αποκαλύπτεται ότι ενστικτωδώς επιλέγουν επίσης σύντροφο που τους μοιάζει και γενετικά. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μπένζαμιν Ντομίνγκε του Ινστιτούτου Επιστήμης της Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, συνέκριναν τα γονιδιώματα 825 ετεροφυλόφιλων παντρεμένων ζευγαριών λευκών Αμερικανών (γεννημένων μεταξύ 1930-1950), με έναν αντίστοιχο αριθμό τυχαία επιλεγμένων ζευγαριών ανθρώπων. Η ανάλυση έδειξε τη συγκριτικά μεγαλύτερη γενετική ομοιότητα των συζύγων. Όμως, όπως διαπιστώθηκε η συσχέτιση ανάμεσα στη γενετική ομοιότητα και στην επιλογή συζύγου είναι μικρότερη (μόνο το ένα τρίτο) έναντι της συσχέτισης ανάμεσα στο μορφωτικό επίπεδο και στην επιλογή συζύγου. Δηλαδή, οι επίκτητοι-κοινωνικοί παράγοντες (εκπαίδευση) παίζουν σαφώς μεγαλύτερο ρόλο στην επιλογή συντρόφου από ό,τι οι γενετικοί. Σύμφωνα με τον Ντομίνγκε, οι άνθρωποι συνήθως επιλέγουν σύζυγο λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορα πράγματα, όπως τη φυλή, τη θρησκεία, την ηλικία, το εισόδημα, τον σωματότυπο (π.χ. ύψος), τη γενικότερη εξωτερική εμφάνιση και άλλους παράγοντες – στον κατάλογο πρέπει πλέον να προστεθεί και η γενετική ομοιότητα. Όπως είπε ο Αμερικανός ερευνητής, στον βαθμό π.χ. που μία ψηλή γυναίκα τείνει να παντρεύεται έναν ψηλό άνδρα, αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη γενετική ομοιότητα μεταξύ των συζύγων. Αλλά, όπως επεσήμανε, «είναι δύσκολο να ξέρουμε αν τελικά το ύψος ή τα γονίδια καθοδηγούν την απόφαση των συζύγων». Από την άλλη, πάντως, οι διάφοροι κοινωνικοί φραγμοί που επηρεάζουν την επιλογή συζύγου (όπως η διαφορά εισοδήματος), δεν φαίνεται να επιδρούν αρνητικά, δηλαδή να αναιρούν τον βαθμό γενετικής ομοιότητας μεταξύ των συζύγων. Οι ερευνητές τόνισαν ότι είναι ανάγκη να διερευνηθεί περαιτέρω το ζήτημα σε μια μεγαλύτερη ποικιλία ζευγαριών με συζύγους διαφορετικής φυλής, ίδιου φύλου κ.α. Πηγή: ΑΜΠΕ