Στις 12 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε μία πολύ σημαντική μελέτη στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «American Journal of Obstetrics and Gynecology» από τους Sridhar και συνεργάτες (Sridhar SB et al. Maternal gestational weight gain and offspring risk for childhood overweight and obesity. Am J Obstet Gynecol 2014· Apr 12) σχετικά με την επίδραση που έχει το βάρος που παίρνει η μητέρα στη διάρκεια της κύησης μελλοντικά στη ζωή του παιδιού της. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι αλλαγές στο σωματικό βάρος της μητέρας έχουν επιπτώσεις στην υγεία τόσο της ίδιας όσο και του παιδιού της.
Το σωματικό βάρος λαμβάνεται υπόψη με το ύψος και υπολογίζεται ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), ως το βάρος σε kg/ύψος σε m2, το οποίο φυσιολογικά είναι 18,5-24,9 kg/m2.
Οι ερευνητές μελέτησαν 4.145 εγκύους και παρακολούθησαν την ανάπτυξη των παιδιών τους μέχρι την ηλικία των 2-5 ετών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, οι έγκυοι που παίρνουν είτε λιγότερα είτε περισσότερα κιλά από το κανονικό στη διάρκεια της κύησης, φαίνεται ότι «επιβαρύνουν» τα παιδιά τους με παχυσαρκία στην ηλικία των 2-5 ετών. Αυτό το εύρημα φαίνεται να επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι το βάρος της μητέρας στη διάρκεια της κύησης μπορεί να «επαναπρογραμματίζει» τα γονίδια του παιδιού και να προκαλεί μόνιμες αλλαγές στα βιολογικά συστήματα που ρυθμίζουν το σωματικό του βάρος (fetal programming).
Η μεγάλη αύξηση του σωματικού βάρους της μητέρας στη διάρκεια της κύησης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη της κύησης, καισαρική τομή και πρόωρο τοκετό για ιατρικούς λόγους. Επίσης, τα ποσοστά αυτόματης αποβολής και παλίνδρομης κύησης είναι αυξημένα.
Ο κίνδυνος παλίνδρομης κύησης στις παχύσαρκες γυναίκες είναι τριπλάσιος από το γενικό πληθυσμό και παρόμοια ποσοστά παρατηρούνται και σε παχύσαρκες γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση (Lashen, 2004 & Bellver, 2003).
Από την άλλη πλευρά, η μικρή αύξηση του σωματικού βάρους της μητέρας στη διάρκεια της κύησης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου, χαμηλό βάρος γέννησης και πρόωρο τοκετό.
Τα αποτελέσματα μιας ανασκόπησης, που δημοσιεύθηκε το 2014, έδειξαν ότι αύξηση του βάρους σώματος της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης περισσότερο από το κανονικό συσχετίζεται με παχυσαρκία του παιδιού, ενώ αύξηση λιγότερο από το κανονικό συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για παχυσαρκία (Mamun Α et al. Gestational weight gain in relation to offspring obesity over the life course: a systematic review and bias-adjusted meta-analysis. Obes Rev 2014 15:338).
Τα αποτελέσματα αυτής της ανασκόπησης θα πρέπει να τα δούμε με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς προέρχονται από συρραφή πολλών μελετών, σε αντίθεση με τη μελέτη των Sridhar και συνεργατών, η οποία αφορούσε την προοπτική συλλογή δεδομένων από ένα νοσηλευτικό οργανισμό, τον Kaiser Permanente.
Πρέπει να τρώω για δύο;
Λαμβάνοντας υπόψη την «επιδημία της παχυσαρκίας», το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ καθόρισε το 2009 τις κατευθυντήριες οδηγίες για την αύξηση του σωματικού βάρους στη διάρκεια της κύησης. Για τις λιποβαρείς γυναίκες (ΔΜΣ<18,5) συστήνεται η πρόσληψη 12,5 ώς 18 κιλών στην εγκυμοσύνη. Για τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους (ΔΜΣ 18,5-24,9), 11,5 ώς 16 κιλά, για τις υπέρβαρες (ΔΜΣ 25,0-29,9) 7 ώς 11,5 κιλά και για τις παχύσαρκες γυναίκες μόλις 7 κιλά έως το τέλος της κύησης.
Η μελέτη
Οι ερευνητές μελέτησαν 4.145 γυναίκες που είχαν μονήρη εγκυμοσύνη τα έτη 2007-2009 και παρακολούθησαν την ανάπτυξη των παιδιών τους για 2-5 χρόνια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι γυναίκες που είχαν πάρει πολύ λίγα κιλά κατά την εγκυμοσύνη και οι γυναίκες που είχαν πάρει πολλά κιλά κατά την εγκυμοσύνη είχαν αυξημένες πιθανότητες να αποκτήσουν παχύσαρκο παιδί. Αναλυτικότερα, η αύξηση σωματικού βάρους της μητέρας περισσότερο από τις οδηγίες του Ινστιτούτου της Ιατρικής αύξησε κατά 46% την πιθανότητα να είναι το παιδί της παχύσαρκο.
Από την άλλη πλευρά, η ανεπαρκής λήψη βάρους της μητέρας αύξησε κατά 23% την πιθανότητα να είναι το παιδί της παχύσαρκο. Αυτό που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν το γεγονός ότι ο κίνδυνος ήταν υψηλότερος για τις εγκύους οι οποίες είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Συνολικά, το 20,4% των παιδιών που είχαν γεννηθεί από μητέρες οι οποίες είχαν παχύνει πολύ κατά την εγκυμοσύνη, ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε ηλικία 2-5 ετών. Στις μητέρες που είχαν πάρει λιγότερα κιλά από το κανονικό, πρόβλημα βάρους αντιμετώπισε το 19,5% των παιδιών. Στις γυναίκες που είχαν πάρει το φυσιολογικό βάρος στη διάρκεια της κύησης, πρόβλημα παχυσαρκίας αντιμετώπισε το 14,5% των παιδιών.
Η σύλληψη
Η παχυσαρκία είναι ένας παράγοντας που μπορεί να απαλειφθεί πριν από την εγκυμοσύνη. Η απώλεια βάρους παρέχει βελτιωμένο μαιευτικό αποτέλεσμα και μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη της κύησης (Wilhoite, 2003). Οι γυναίκες που ασκούνται και ελέγχουν τη διατροφή τους σε νεαρή ηλικία έχουν εγκυμοσύνη με λιγότερες επιπλοκές και τα παιδιά τους εμφανίζουν λιγότερα προβλήματα υγείας.
Η παχυσαρκία όμως δεν έχει αρνητική επίδραση μόνο στην έκβαση μιας κύησης, αλλά και στην ίδια τη γονιμότητα μιας γυναίκας. Η απώλεια βάρους στις υπογόνιμες παχύσαρκες γυναίκες σχετίζεται με αυτόματη ωοθυλακιορρηξία, αυτόματη σύλληψη, μειωμένη πιθανότητα αποβολών και αυξημένη ανταπόκριση στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας (Clark, 1998).
Συμπεράσματα
Σε κάθε έγκυο θα πρέπει να υπολογίζεται ο ΔΜΣ και σε κάθε επίσκεψη να γίνεται καταγραφή των μεταβολών του βάρους. Στις παχύσαρκες γυναίκες πρέπει να γίνεται ενημέρωση για τους ενδεχόμενους κινδύνους και να συστήνεται η απώλεια βάρους πριν από την εγκυμοσύνη.
Ολες οι γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη και οι έγκυοι στα αρχικά στάδια της κύησης θα πρέπει να μαθαίνουν ότι θα πρέπει να ακολουθούν σχολαστικά τους κανόνες για την παρακολούθηση και σωστή αύξηση του βάρους τους στη διάρκεια της κύησης.
Αποκλίσεις από τους κανόνες αυτούς θα έχουν δυσμενείς συνέπειες στην υγεία του παιδιού τους σε όλη τη μελλοντική του ζωή, με κίνδυνο για παχυσαρκία και εμφάνιση υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα.
Αφιερωμένο στον προσφάτως εκλιπόντα από τη ζωή Θεόδωρο Ταραβάνη, διευθυντή της Β' Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Σερρών και δάσκαλό μου, με προτροπή του οποίου ασχολήθηκα με το ζήτημα του σωματικού βάρους της μητέρας στη διάρκεια της κύησης.
Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ ιατρού Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο