Αυτό αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), σύμφωνα με τα οποία το 2012 μόλις στο 38,4% των γεννήσεων στη χώρα μας οι μητέρες είχαν ηλικία έως και 29 ετών. Περισσότερες από μία στις δύο γεννήσεις (το 56,5%) αφορούσαν γυναίκες ηλικίες 30 έως και 39 ετών, ενώ στο 5% οι μητέρες είχαν ηλικία πάνω από 40 ετών.
Αντίστοιχα το 1980, στο 77,9% των γεννήσεων οι μητέρες είχαν ηλικία έως και 29 ετών, μόλις το 20% είχαν ηλικία 30-39 ετών και οι γεννήσεις μετά τα 40 αποτελούσαν το 1,7% του συνόλου.
Η μετάθεση της ηλικίας απόκτησης παιδιών, όμως, κρύβει έναν μεγάλο κίνδυνο τον οποίο, όπως δείχνουν πολλές μελέτες, οι γυναίκες δεν ξέρουν: η γονιμότητα μειώνεται αργά αλλά σταθερά μετά τα 30.
«Η βέλτιστη αναπαραγωγική ηλικία για τις γυναίκες είναι τα 20-29 έτη, με την ηλικία των 29 ετών να είναι αυτή στην οποία παρατηρείται η αιχμή της», λέει ο κ. Βασίλης Ταρλατζής, καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας & Ανθρώπινης Αναπαραγωγής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γονιμότητας & Στειρότητας.
«Από τα 30 και μετά, η γυναικεία γονιμότητα μειώνεται διαρκώς και όταν περάσει μια γυναίκα τα 40 της χρόνια όχι μόνο είναι δύσκολο να μείνει έγκυος, αλλά και να γεννήσει τελικά το μωρό της».
Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ενώ οι πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης είναι μία στις τρεις για τις γυναίκες ηλικίας 25-29 ετών και οι πιθανότητες γεννήσεως μωρού 27% (υπάρχει και ένα 5% που αποβάλλει), στις ηλικίες 35-39 ετών οι πιθανότητες να ολοκληρωθεί με επιτυχία η εγκυμοσύνη και να γεννηθεί υγιές το μωρό είναι λιγότερες από 19% και στις ηλικίες 40-44 ετών λίγο πάνω από 6%.
Ωστόσο, οι περισσότερες γυναίκες δεν ξέρουν από ποια ηλικία και μετά αρχίζει η μείωση της γονιμότητάς τους, ούτε ότι παράγοντες όπως το τσιγάρο και η παχυσαρκία την πλήττουν ακόμα περισσότερο.
Πρόσφατη μελέτη στην Αυστραλία, λ.χ., έδειξε ότι μόλις η μία στις τρεις γυναίκες ήξεραν ότι η γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται πριν από την ηλικία των 35 ετών, ενώ ανάλογα ήταν τα ευρήματα μελετών σε άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς, οι ΗΠΑ και η Βρετανία.
Γερασμένα ωάρια
Γιατί, όμως, επηρεάζει τόσο πολύ η ηλικία την γονιμότητα; «Η μία από τις συνιστώσες της μειωμένης γονιμότητας είναι η προοδευτική ελάττωση της παρακαταθήκης ωαρίων στις ωοθήκες και η δεύτερη ότι μειώνεται η ποιότητα των παραγόμενων ωαρίων», απαντά ο κ. Ταρλατζής.
Όταν δημιουργείται ένα κοριτσάκι στη μήτρα της μαμάς του, φέρει 6 έως 7 εκατομμύρια ωάρια στις ωοθήκες του, «φωλιασμένα» μέσα σε ειδικούς «ασκούς» που λέγονται ωοθυλάκια.
Ο αριθμός αυτός μοιάζει τεράστιος, αλλά φθίνει γρήγορα και έτσι το κοριτσάκι γεννιέται με περίπου 2 εκατομμύρια ωοθυλάκια. Κάθε μήνα που περνάει και έως ότου αρχίζει η έμμηνος ρύση χάνει χιλιάδες από αυτά, τα οποία εκφυλίζονται και απορροφώνται από τον οργανισμό.
Και πάλι, όμως, την εποχή της πρώτης εμμήνου ρύσεως διαθέτει πολύ περισσότερα απ’ όσα θα χρειασθεί για να αποκτήσει μεγαλώνοντας παιδιά - είναι 300.000 ή περισσότερα. Κάθε μήνα, όμως, ο οργανισμός της παράγει μία ορμόνη, την FSH, η οποία διεγείρει πολλά ωοθυλάκια για να ωριμάσει τελικά το ένα (στις περισσότερες περιπτώσεις, τουλάχιστον) και να απελευθερώσει το ωάριό του (αυτή είναι η διαδικασία της ωορρηξίας). Όλα τα άλλα, τα οποία μπορεί να φτάνουν και τα 1.000 κάθε μήνα, εκφυλίζονται και χάνονται.
«Για αναπαραγωγικούς λόγους η γυναίκα χρειάζεται 350-400 ωοθυλάκια στη ζωή της», λέει ο κ. Ταρλατζής. Και συνεχίζει: «Επειδή η γυναίκα χάνει συνεχώς ωοθυλάκια, όσο μεγαλώνει τόσο μειώνεται ο αριθμός τους και έτσι ο αριθμός των ωαρίων που διαθέτει. Επιπλέον, αυξάνονται οι πιθανότητες να παρουσιάσουν βλάβες τα εναπομείναντα ωάρια, ιδίως σε επίπεδο χρωμοσωμάτων».
Χρωμοσωμιακές ανωμαλίες
Οι βλάβες αυτές αφενός αυξάνουν τον κίνδυνο δημιουργίας εμβρύου με χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Ντάουν, αφετέρου αυξάνουν τις πιθανότητες αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο της κυήσεως. Εάν, μάλιστα, είναι πολύ εκτεταμένες, το ωάριο μπορεί να μην γονιμοποιηθεί, ούτε καν με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ο αριθμός των ωαρίων που παράγονται στο πλαίσιο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής επίσης μειώνεται κατ’ αναλογία με την ηλικία της γυναίκας.
«Όταν κάνουμε διέγερση των ωοθηκών σε γυναίκες ηλικίας 30-35 ετών, παίρνουμε κατά μέσον όρο 10 ωάρια, εκ των οποίων κατά μέσον όρο θα γονιμοποιηθούν τα επτά», λέει ο κ. Ταρλατζής. «Στις ηλικίες πάνω από 40 ετών, όμως, συνήθως παίρνουμε τέσσερα έως πέντε ωάρια, εκ των οποίων γονιμοποιούνται κατά μέσον όρο τα δύο».
Η γονιμοποίηση, όμως, δεν συνεπάγεται αυτομάτως εμφύτευση και εγκυμοσύνη. Μεγάλο ρόλο στην επιτυχημένη εμφύτευση παίζει και το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας, το ενδομήτριο, το οποίο αποτελεί το «υπέδαφος» στο οποίο θα εμφυτευθεί και θα προσκολληθεί το γονιμοποιημένο ωάριο, κατά τον κ. Ταρλατζή.
Συνολικά, μόνο το 25% των εμβρύων εμφυτεύονται με επιτυχία στο ενδομήτριο - το υπόλοιπο 75% δεν καταφέρνουν να εμφυτευτούν και έτσι δεν επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη.
Και μετά, είναι ο αυξημένος κίνδυνος επιπλοκών που διατρέχουν οι μεγάλης ηλικίας έγκυοι. Μελέτες έχουν δείξει ότι στις ηλικίες άνω τα 35 ετών είναι πιο πιθανό να εκδηλωθούν προβλήματα όπως η εκτοπική εγκυμοσύνη, ο διαβήτης της κυήσεως, η προεκλαμψία (σχετίζεται με την υπέρταση της κυήσεως), η ρήξη του πλακούντα, η πρόωρη γέννηση του μωρού κ.ά.
Όλ’ αυτά σε συνδυασμό μεταξύ τους εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, γιατί αυξάνονται οι περιπτώσεις υπογονιμότητας στη χώρα μας και γιατί καλό είναι οι γυναίκες να μην καθυστερούν τις προσπάθειες για απόκτηση παιδί πολύ μετά τα 30.
Πιθανότητες γέννησης μωρού
Οι πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης και γέννησης μωρού μειώνονται κατ' αναλογίαν με την ηλικία της μητέρας:
25-29 ετών = 27%
30-34 ετών = 26%
35-39 ετών = 18,6%
40-44 ετών = 6,4%
Πάνω από 45 = 0,2%
Σύνδρομο Ντάουν
Οι πιθανότητες να έχει ένα έμβρυο σύνδρομο Ντάουν αυξάνονται κατ’ αναλογίαν με την ηλικία της μητέρας:
25 ετών = 1 πιθανότητα στις 1.250
30 ετών = 1 πιθανότητα στις 1.000
35 ετών = 1 πιθανότητα στις 400
40 ετών = 1 πιθανότητα στις 100
45 ετών = 1 πιθανότητα στις 30
ΠΗΓΗ: tanea.gr
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο