Oταν υπάρχει αυτό το υγιές κλίμα, είναι εύκολο για το παιδί να εσωτερικεύσει τα θετικά χαρακτηριστικά των γονιών του, και να αξιοποιήσει τα δικά του συνθέτοντάς τα στην προσωπικότητά του.
Η ταύτιση είναι ένας υγιής μηχανισμός άμυνας, όπου χάρη σε αυτήν ένα παιδί αφομοιώνει τα θετικά χαρακτηριστικά των σημαντικών του προσώπων. Το εγώ του σχηματίζεται μέσα από ταυτίσεις και συναισθηματικές επενδύσεις και πλάθεται σύμφωνα με αυτές τις διεργασίες.
Οταν οι ταυτίσεις με τα υγιή χαρακτηριστικά των προσώπων έχουν επιτελεστεί ομαλά, ο ψυχισμός του ωριμάζει και οργανώνει την αυτονομία του μέσα σε ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, πλέκοντας στον ψυχικό του ιστό ένα διχτυωτό ελευθερίας, όπου δένονται αρμονικά η δέσμευση, ο σεβασμός και η ευθύνη προς τον εαυτό του και τους άλλους.
Όταν δηλαδή οι εξαρτήσεις με τα πρόσωπα έχουν επιλυθεί ειρηνικά, νιώθει πως τα χαρακτηριστικά τους υπάρχουν μέσα του και εκείνος τα ορίζει ως δημιουργός του εαυτού του, πλάθοντας την προσωπικότητά του με υλικά που του προσφέρονται απλόχερα και εκείνος τα αναπτύσσει, εξελίσσοντάς τα.
Στην αρχή το μικρό παιδί δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τα πρόσωπα που σχετίζονται με εκείνο και δεν αισθάνεται ανεξάρτητο από εκείνα. Ενώνεται μαζί τους και όσο πιο μικρό είναι, συγχωνεύεται μαζί τους και υφαίνει την προσωπικότητά του σύμφωνα με τα μηνύματα που του μεταφέρουν με υποσυνείδητο ή συνειδητό τρόπο.
Αναγνωρίζει την ύπαρξή του ως διαφορετική, όταν αισθανθεί πληρότητα μέσα από την ανταπόκρισή και την αποδοχή τους, όταν αισθανθεί ασφάλεια μέσα από την σταθερή τους παρουσία, όταν νιώσει γαλήνη μέσα από την ανταπόκρισή τους, οπότε ενδυναμώνεται η επιθυμία του για ζωή μέσα από την υγιή αγάπη τους που επιτρέπει να απλωθεί στα έγκατα τού «είναι» του.
Νιώθει πως στα συναισθήματά του βρίσκει ανταπόκριση, οπότε αισθάνεται αγάπη για τον εαυτό του και αγάπη για τα πρόσωπα που του προσφέρουν τη συναισθηματική τους κατανόηση, ταυτίζεται λοιπόν με τα χαρακτηριστικά τους, αφομοιώνοντας στοιχεία από αυτά και ανεξαρτητοποιείται έχοντας τα σύμβολα τους φωλιασμένα στον ψυχισμό του.
Για να επιτελεστεί ομαλά η ταύτιση και στη συνέχεια η διαφοροποίηση, χρειάζεται οι γονείς να εγκαταλείψουν την έννοια του ιδανικού παιδιού που είχαν πλάσει στην φαντασίωσή τους και να δεχτούν το ίδιο το παιδί όπως είναι, ανταποκρινόμενοι στις δικές του ανάγκες.
Αν οι γονείς δεν έχουν έρθει σε επαφή με τα απωθημένα τους συναισθήματα, αν δεν έχουν ικανοποιηθεί οι βαθύτερες ανάγκες τους, αν δεν έχουν αποκτήσει την ψυχική τους ενότητα ώστε να αισθανθούν ολοκληρωμένοι, τότε προκαλείται ένα ψυχικό ρήγμα στην επαφή με το παιδί τους, όπου η συναισθηματική επικοινωνία μαζί του καταπίνεται από το κενό, στο οποίο το παιδί αφήνεται μετέωρο, χωρίς συναισθηματικά κρατήματα να του δίνουν ώθηση για ζωή.
Αν οι ίδιοι δεν νιώθουν την επιθυμία για την ζωή να αναβλύζει από τον ψυχισμό τους, στην ιδιαίτερη σχέση με το παιδί τους αναδύονται ορμητικά όλα εκείνα τα απωθημένα συναισθήματα, που δεν φανερώθηκαν ποτέ, αλλά και τα κατακερματισμένα κομμάτια του εαυτού τους που γυρεύουν απελπισμένα να ενωθούν και ως μαγνήτης κολλούν πάνω στο παιδί τους, γυρεύοντας ένα κάτοπτρο να επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους και μια κόλλα που θα γεφυρώσει τα ρήγματά τους.
Ενώ τα διπολικά συναισθήματα που ταλανίζουν την ψυχή τους (αγάπη – μίσος, έλξη – αποστροφή, χαρά – λύπη κ.ά.) είτε από τους δυο είτε από τον γονιό που χαρακτηρίζεται από ψυχική διαταραχή, αδειάζονται στον ψυχισμό του παιδιού και ό,τι αποβάλλεται απορροφάται στην προσωπικότητά του και τη διαμορφώνει. Ετσι το παιδί αποτελεί ένα δοχείο χωρίς σχήμα, χωρίς μορφή, το οποίο γεμίζει με ένα περιεχόμενο τοξικό, όπου δεν μπορεί να το μεταβολίσει. Ενώ το παιδί χρειάζεται να τραφεί από εκείνους για να τους εσωτερικεύσει, αδειάζει από τη δική τους εισβολή, παραχωρώντας τους χώρο στην ψυχή του για να απλωθούν τα ελλείμματά τους.
Στην εφηβεία ο ψυχισμός αντιδρά στην επιθυμία να ολοκληρωθεί η ταύτιση και να διαφοροποιηθεί, γιατί για να το κάνει, θα πρέπει να δεχτεί τους αποχωρισμούς που θα πρέπει να ολοκληρώσει και να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτυχθεί με το σημαντικό πρόσωπο, όπου, επειδή η ανάγκη ήταν τέτοια, η σχέση είχε μετατραπεί σε κατοχή. Αγάπη και μίσος, ελευθερία και εξάρτηση, έλξη και αποστροφή φτάνουν τον ψυχισμό στα όρια του.
Κάθε ταύτιση με τον γονιό του ίδιου φύλου αποτελεί για το παιδί μια πρόκληση, όπου εμπεριέχει την αμφιθυμία στα συναισθήματα και χρωματίζεται από επιθετικότητα, γιατί διάφορες φαντασιώσεις, όπως για παράδειγμα πως θα πάρει το παιδί τη θέση του γονιού σε ό,τι εκείνος έχει, συνοδεύεται από φόβο και απειλή επίθεσης, εγκατάλειψης, απόρριψης και αν ο γονιός είναι ανταγωνιστικός ή ψυχικά διαταραγμένος, τότε κάθε απόπειρα ανεξαρτητοποίησης συνοδεύεται από ακραίους, άναρχους φόβους απώλειας ταυτότητας, κατακερματισμού ή ακρωτηριασμού κ.ά..
Αυτός ο φόβος που μετατρέπεται σε θυμό, οργή, μίσος, επιθετικότητα εκφράζεται είτε προς το γονιό, αν μπορεί να τον δεχτεί, είτε προς τα κομμάτια του εαυτού του που αναπαριστούν τον γονιό τα οποία έχει αφομοιώσει μέσω ναρκισσιστικών ταυτίσεων, είτε προβάλλει αυτά τα βίαια συναισθήματα σε εκείνους με τους οποίους αλληλεπιδρά διαχωρίζοντας τον κόσμο σε μέρη, όπου τα μισά είναι εξιδανικευμένα καλά και τα άλλα μισά είναι απορριπτέα κακά και γίνονται αποδέκτες της καταστροφικότητας του.
Κάθε ταύτιση χαρακτηρίζεται από ορμή στην κίνηση και ακολουθείται από έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα, γιατί ο ψυχισμός αλλάζει και οι αλλαγές όσο επιθυμητές κι αν είναι, επιφέρουν αναστάτωση, οπότε ανακύπτουν αντιδράσεις και μια μορφή επιθετικότητας, όπου άλλοτε είναι ήπια και άλλοτε έντονη. Βαθιές δονήσεις ταράζουν τον ψυχισμό, ο οποίος σημαδεύεται από βολές και επιθέσεις εσωτερικές και εξωτερικές, τόσο εναντίον του προσώπου όσο και εναντίον του εαυτού, όσο η προσωπικότητα μεταβάλλεται, προσπαθώντας να συνθέσει τις διαφορετικότητες.
Οι αντιδράσεις υποχωρούν, οι αντιστάσεις κάμπτονται, όταν τα σημαντικά πρόσωπα για εκείνον επιτρέπουν στη σχέση να κυλά ελεύθερα και δεσμευτικά μεταξύ τους και αισθάνεται από εκείνους την αποδοχή, τον σεβασμό στην προσωπικότητά του μέσα από την κατανόηση των αντιδράσεών του και την τοποθέτηση προστατευτικών πλαισίων, όπου το παιδί θα μπορεί να ακουμπήσει τα έντονα συναισθήματά του, ώστε να προστατευτεί από αυτά και να μην τον κυριεύσουν, κατακλύζοντάς τον. Οι διεργασίες ολοκληρώνονται ομαλά, όταν οι γονείς ανταποκρίνονται συναισθηματικά στις ανάγκες του παιδιού τους για δέσμευση και διαφοροποίηση, κατανοώντας τα συναισθήματά του κάθε φορά που αυτά προβάλλουν για να αγκαλιαστούν, οπότε το παιδί νιώθοντας ασφάλεια και εμπιστοσύνη δέχεται τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, τα οποία είναι διαποτισμένα από την αγάπη τους και το σεβασμό προς το παιδί τους.
Μόνο όταν οι γονείς είναι ψυχικά ολοκληρωμένοι, μπορούν να κατανοήσουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού τους, ως απαραίτητες για να ολοκληρωθούν οι διεργασίες εσωτερίκευσης και να βοηθήσουν το παιδί τους να δομήσει τον εαυτό του με υγιή τρόπο, οπότε έχοντας την βεβαιότητα της ενότητας και της ολοκλήρωσης, μετουσιώνει κάθε δυναμική του σε ενέργεια δίνοντάς της θετική διάσταση.
Η αντίδραση, η αντίσταση, η παλινδρόμηση, η εξάρτηση αντιμετωπίζονται και γίνονται ώθηση, ευελιξία, εξέλιξη, ελευθερία, αγάπη για τον εαυτό και τους άλλους. Λύνεται η σύγκρουση στον ψυχισμό, γιατί το πρόσωπο το οποίο χρησίμευε ως αντικείμενο έρωτα και ως αντικείμενο μίσους και αντιπαλότητας, χρησιμεύει πλέον σαν αντικείμενο ταύτισης, γιατί δεν είναι απειλητικό για εκείνον, αλλά ευπρόσδεκτο και αγαπημένο. Οι μηχανισμοί άμυνας χάνουν τον παθολογικό τους χαρακτήρα και λειτουργούν προστατευτικά σαν αμυντικές διεργασίες, όπου βοηθούν στη σύνθεση της προσωπικότητας και στην προστασία της με αρμονικά υγιή τρόπο.
Βιβλιογραφία:
Τα παιδιά της τρέλας, Άννα Ποταμιάνου, Νεφέλη
Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας, Alice Miller, Ροές
Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα, Αγγελική Μπολουδάκη, Αραξοβόλι
Άρθρο της Αγγελικής Μπολουδάκη, Ειδικού Ψυχικής Υγείας στην σελίδα www.haniotika-nea.gr
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο