Γύρω στον δεύτερο με τρίτο χρόνο η ζωγραφική του παιδιού μπαίνει στη φάση της κακογραφίας, οπού το παιδί εξασκεί τις κινητικές του ικανότητες και το συντονισμό ματιών και χεριών. Η ζωγραφική ακόμα δεν είναι σκόπιμη. Μόνο αργότερα αφού διαπιστώσει τυχαία ότι οι γραμμές του έχουν δημιουργήσει ένα σχήμα που μοιάζει με γνωστό αντικείμενο, το παιδί προσπαθεί να ζωγραφίσει το ίδιο αντικείμενο με μεγαλύτερη επιτυχία, αρχίζει να δίνει όνομα στη ζωγραφιά του και το επαναλαμβάνει με πρόθεση.
Γύρω στον τρίτο χρόνο μπορεί να φτιάχνει καμπύλες και γραμμές και μπορεί να αντιγράφει πρόσωπα. Σιγά σιγά η ζωγραφική του αποκτάει περιεχόμενο, η παρατηρητικότητά του γίνεται όλο και πιο ακριβής και η προσοχή του αποσπάται λιγότερο. Για τον ενήλικα η ζωγραφική για να μοιάζει περισσότερο με την πραγματικότητα πρέπει να πλησιάζει φωτογραφικά το αντικείμενο.
Για το παιδί όμως της προσχολικής ηλικίας πρέπει να περιέχει όλα τα πραγματικά στοιχεία του αντικειμένου ακόμα και εκείνα που δεν φαίνονται για όποιον τα κοιτάζει. Οι ζωγραφιές του αποκαλύπτουν μια έννοια του χώρου διαφορετική από του ενήλικα. Στο κέντρο των δικών του εικόνων που φτιάχνει υπάρχει το δικό του εγώ, με όλα αυτά που το περιβάλλουν και τα πράγματα γενικά έχουν ψυχή.
Τα αντικείμενα τα βλέπει σε σχέση με το σώμα του και θεωρεί τον εαυτό του σαν κέντρο. Τα αντικείμενα είναι κοντά, κάτω , πίσω από αυτό.
Κατά τον πέμπτο χρόνο τα σχέδιά του εφοδιάζονται με λεπτομέρειες. Προσπαθεί να αποδώσει ρεαλιστικά αυτό που θέλει να ζωγραφίσει και να αναπαράγει την πραγματικότητα όπως είναι. Ακόμα όμως δεν μπορεί να το καταφέρει με μεγάλη επιτυχία γιατί του διαφεύγουν οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων και των τμημάτων του ίδιου αντικειμένου. Το παιδί προσπαθεί να ζωγραφίσει φιγούρες που να αναγνωρίζονται, αλλά συχνά το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο κάτω από τις προθέσεις του. Κάθε στοιχείο του σχεδίου είναι μελετημένο και μπορεί το σύνολο ή μερικά τμήματα να έχουν ξεχαστεί. Έτσι ορισμένα στοιχεία λείπουν, άλλα επαναλαμβάνονται συνέχεια και ορισμένα δεν έχουν συνοχή μεταξύ τους.
Η ανησυχία για την απεικόνιση όλων εμφανίζεται για παράδειγμα στο διπλασιασμό των πραγμάτων, στις αναπαραστάσεις της πρόσοψης ενός πράγματος (πρόσοψη προσώπου με δύο μάτια, αυτοκινήτου με τέσσερις ρόδες), ή κάνοντας τα αντικείμενα διαφανή ( εξωτερική όψη ενός σπιτιού που φαίνεται στο εσωτερικό του, ένα δέντρο που φαίνεται πίσω του το σώμα κάποιου που κρύβεται σε αυτό).
Αυτός ο νηπιακός χαρακτήρας της ζωγραφικής οφείλεται στη συνθετική ανικανότητα του παιδιού, στον ακόμα ελλιπή συντονισμό και στο γεγονός ότι η ζωγραφική είναι για το παιδί ένα είδος ομιλίας. Σιγά σιγά το παιδί προσπαθεί να διορθώσει τις δικές του επεξεργασίες. Ένας τύπος ζωγραφικής που είναι αποδεκτός για ένα πράγμα διατηρείται για πολύ, εμπλουτίζεται λίγο κάθε φορά και γενικεύεται σε άλλες φιγούρες ( το παιδί που έμαθε να ζωγραφίζει το ανθρώπινο πρόσωπο, ζωγραφίζει με τον ίδιο τρόπο τον σκύλο και τα γατάκια, προσθέτοντας ή αφαιρώντας μόνο λεπτομέρειες).
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί σε αυτές τις μεταβατικές περιόδους της ζωγραφικής, διεγείροντας τη γνώση της σχέσης που το συνδέει με τα πράγματα που το περιβάλλουν, υποδεικνύοντας του θέματα για απεικόνιση κατάλληλα για αυτό, δηλαδή που αφορούν άμεσα το παιδί το ίδιο και είναι άμεσα συνδεδεμένα με εκείνο, και γεγονότα της καθημερινής ζωής του, επιδοκιμάζοντας τα αποτελέσματα και προτρέποντάς το να προσθέτει κι άλλες λεπτομέρειες στο σχέδιό του. Με τον ίδιο τρόπο είναι σημαντικό να του προμηθεύουμε τα απαραίτητα υλικά για τη ζωγραφική: χαρτιά, κιμωλίες, μαρκαδόρους, μολύβια, ξυλομπογιές, τέμπερες και πλαστελίνη.
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο