Σε μακροχρόνια έρευνα οι επιστήμονες παρακολούθησαν πάνω από 11,000 μωρά ζητώντας από τους γονείς τους να συμπληρώσουν ειδικά ερωτηματολόγια που αφορούσαν στον τρόπο με τον οποίο ανέπνεαν κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Τα ερωτηματολόγια συμπληρώνονταν όταν τα βρέφη ήταν 6, 18, 30, 42, 57 και 69 μηνών αντίστοιχα. Τα ερωτηματολόγια που αφορούσαν στη συμπεριφορά τους συμπληρώνονταν όταν εκείνα έφταναν στην ηλικία των τεσσάρων και επτά χρόνων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:
Το 45% των μωρών δεν είχε κανένα πρόβλημα στην αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Το 55% όμως παρουσίασε προβλήματα διατάραξης ύπνου.
Ύστερα από συνυπολογισμό 15 άλλων παραγόντων που συνδέονται με προβλήματα συμπεριφοράς, όπως το χαμηλό βάρος γέννησης ή η εκπαίδευση της μητέρας, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι τα μωρά με άπνοια στον ύπνο είχαν 40 έως 100% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς στην ηλικία των 7 χρόνων.
Τα μωρά που παρουσίαζαν προβλήματα με την αναπνοή τους κατά τη διάρκεια του ύπνου είχαν υψηλότερο κίνδυνο αύξησης της υπερκινητικότητας, της επιθετικότητας , του άγχους και της κατάθλιψης , καθώς επίσης παρατηρήθηκε και δυσκολία στη συνύπαρξη με άλλους συνομήλικους.
Οι επιστήμονες έχουν πολλές θεωρίες αναφορικά με το γιατί η διατάραξη ύπνου των μωρών (που οφείλεται στην κακή αναπνοή ή την άπνοια ) καθορίζει τα προβλήματα της συμπεριφοράς τους αργότερα.
Η επικρατέστερη όμως είναι ότι η νηπιακή και η παιδική ηλικία ενός ατόμου είναι η βασική περίοδος της ανάπτυξης του εγκεφάλου και τυχόν αναπνευστικά προβλήματα μπορεί να μειώσουν το οξυγόνο που χρειάζεται ο εγκέφαλος για αυτή του τη λειτουργία.
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο