Σύμφωνα με την πρώτη μελέτη του είδους της, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των εμβρύων στις παχύσαρκες και υπέρβαρες γυναίκες, συγκριτικά με εκείνες που διατηρούν ένα υγιές και φυσιολογικό σωματικό βάρος.
Ακόμη και τα ωάρια των παχύσαρκων γυναικών είναι πιο μικρά, κάτι που διακινδυνεύει τις πιθανότητες μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης, αναφέρουν ερευνητές από τη σχολή Ιατρικής του πανεπιστημίου Hull στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι τα ευρήματά τους υποδηλώνουν ότι τα παιδιά που γεννιούνται από τέτοια έμβρυα (παχύσαρκων γυναικών) θα εμφανίσουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Daily Mail, είναι η πρώτη φορά που επιστήμονες μελέτησαν τις δυνητικά επιβλαβείς αλλαγές κατά τη διάρκεια της σύλληψης, που σχετίζονται με το σωματικό βάρος της μητέρας.
«Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει, ότι το βάρος μιας μητέρας κατά την εποχή της σύλληψης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών και μεταβολικών ασθενειών, αργότερα στη ζωή των παιδιών τους. Αυτό που βρήκαμε εμείς είναι, ότι η παχυσαρκία κατά την εποχή της σύλληψης φαίνεται ότι προκαλεί αλλαγές στο έμβρυο, στα πρώτα στάδια ανάπτυξης και πως αυτές οι αλλαγές, κατά πάσα πιθανότητα, είναι το αποτέλεσμα των συνθηκών που επικρατούν στις ωοθήκες, όπου ωριμάζει το ωάριο» εξήγησε ο Dr Roger Sturmey.
Η τελευταία αυτή μελέτη βρήκε, ότι τα ωάρια των παχύσαρκων ή υπέρβαρων γυναικών είναι σημαντικά μικρότερα από εκείνων που διατηρούν σε φυσιολογικά επίπεδα το σωματικό τους βάρος και, έχουν λιγότερες πιθανότητες να φτάσουν σε ένα κρίσιμο στάδιο της ανάπτυξής τους (βλαστοκύστη), περίπου στις πέντε ημέρες μετά τη γονιμοποίηση.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι τα έμβρυα των παχύσαρκων γυναικών που έφταναν σε αυτό το στάδιο, το έκαναν περίπου 17 ώρες νωρίτερα, σε σχέση με τα έμβρυα των γυναικών με υγιές σωματικό βάρος. Αυτή η επιτάχυνση στα πρώτα στάδια ανάπτυξης σήμαινε, ότι είχαν δημιουργηθεί λιγότερα κύτταρα στη φάση αυτή (βλαστοκύστη), κάτι που θα μπορούσε να έχει επιβλαβείς επιδράσεις στον πλακούντα.
Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο Human Reproduction.
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο