Γιατί όμως η γυναίκα αμφιβάλλει για τις ικανότητες που διαθέτει να λειτουργεί σωστά σ’ αυτό που θεωρείται ο πιο φυσικός της ρόλος;
Σίγουρα ένα μέρος της ανησυχίας της προέρχεται από τη σχεδόν απόλυτη άγνοια που η σημερινή γυναίκα δηλώνει απέναντι στον κόσμο του μωρού και ιδιαίτερα του νεογέννητου. Στην παλιά παραδοσιακή οικογένεια, όπου ο μεγάλος αριθμός παιδιών δημιουργούσε ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και όπου κάτω από την ίδια στέγη βρίσκονταν συχνά περισσότερες από δύο γενιές, η κοπέλα είχε πάντα τη δυνατότητα να βλέπει τη μητέρα ή μια θεία της να θηλάζει και να φροντίζει ένα μικρότερο παιδί. Με τον φυσικότερο τρόπο εκμάθησης, δηλαδή την παρατήρηση και τη μίμηση, αποθήκευε εκείνα τα πολύτιμα βιώματα και, με τη σειρά της, μπορούσε να σχετίζεται με το μωρό της με άνεση και εμπιστοσύνη στη συμπεριφορά της.
Σήμερα, αντίθετα, οι ανάγκες και οι σύνθεση της οικογένειας πολύ σπάνια προσφέρουν στο κορίτσι την ευκαιρία να βιώσει από κοντά τη σχέση με ένα μικρό παιδί και το εξω-οικογενειακό περιβάλλον δεν φροντίζει να καλύπτει αυτό το κενό.
Έτσι, όσο πλησιάζει η ημερομηνία του τοκετού, γίνεται αντιληπτό στη γυναίκα πόσο ο κόσμος και οι ανάγκες ενός μωρού αποτελούν έναν χώρο άγνωστο, όπου καλείται να συμμετέχει υπεύθυνα και αποτελεσματικά. Ωστόσο αυτή η ανησυχία της εγκύου δεν προέρχεται μόνο από την επίγνωση της απειρίας της, αλλά βασίζεται συχνά στην ελάχιστη εμπιστοσύνη που νιώθει γενικά για τον εαυτό της και τις δυνατοτητές της. Όσον αφορά στην έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και το σώμα μας, πρέπει να αναφερθούμε στην παλιά σχέση με τα γονεϊκα πρόσωπα, ιδιαίτερα με τη μητέρα.
Όταν δε γίνονται σεβαστοί οι ρυθμοί του παιδιού στην πιο μικρή ηλικία, αλλά επιβάλλονται αυτοί που διευκολύνουν τον ενήλικα, όταν δεν του επιτρέπεται ύστερα να πειραματίζεται, να κάνει λάθη, να παίρνει πρωτοβουλίες, δεν ενθαρρύνεται στις προσπάθειές του, αντίθετα αποδοκιμάζονται οι αποτυχίες του, όταν δεν του δίνεται η δυνατότητα να νιώθει τη χαρά της ελεύθερης σωματικής έκφρασης, το παιδί λαμβάνει συνεχή μηνύματα ανεπάρκειας, που θα το ακολουθούν στην ενήλικη ζωή.
Μια από τις συνέπειες αυτής της πορείας του χαρακτήρα είναι η κατασκευή ενός ιδανικού πρότυπου συμπεριφοράς στο οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να μοιάζει. Οι γυναίκες που αμφιβάλλουν για τις ικανότητες τους, ότι δηλαδή δεν μπορούν να μεγαλώσουν σωστά το μωρό τους (όπως εξάλλου και να γεννήσουν ένα γερό παιδί), νιώθουν αυτή την ανεπάρκεια διότι, λόγω των παιδικών τους βιωμάτων, αναφέρονται σε ένα ιδανικό πρότυπο μητέρας που έχουν στον νου τους: στην προσπάθεια να βρίσκονται σ’ εκείνο το ιψηλό επίπεδο, αισθάνονται συνέχεια ελλιπείς.
Δεν μπορεί βέβαια να είναι διαφορετικά τα πράγματα: το πρότυπο είναι ιδανικό, αρά τέλειο, η γυναίκα ανθρώπινη, αρά με τα όριά της και τα ελαττώματα της, όποτε δε θα μπορεί ποτέ να συμπεριφέρεται άψογα. Αντίθετα, τα αποτελέσματα είναι ότι το παιδί θα παίρνει συνεχώς αντιφατικά μηνύματα και θα φορτώνεται το άγχος της μητέρας που αυτός ο «αγώνας» με τον εαυτό της αναμφισβήτητα της προξενεί.
Η καλύτερη πορεία προς μια καλά σχέση μητέρας-παιδιού είναι από τη μια η λήψη σωστών πληροφοριών γύρω από τις ανάγκες και τον ψυχικό κόσμο του βρέφους, από την άλλη η συνειδητοποίηση: όταν ένα άτομο αρχίζει να αναγνωρίζει μέσα του αυτό το «παιχνίδι» του πρότυπου και να αποδέχεται όλες τις πλευρές του χαρακτήρα του ως συνέπεια της προσωπικής του ιστορίας, θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς μια αυθεντική επαφή με τον εαυτό του. Αυτό του επιτρέπει να σχετίζεται με τους άλλους χωρίς μάσκες, αλλά με το αληθινό του πρόσωπο.
Η γυναίκα τότε θα σχετίζεται με το μωρό της χωρίς τη μάσκα της τέλειας μητέρας, αλλά με το πρόσωπο της αληθινής μητέρας. Έτσι, μετά τον τοκετό, θα μπορέσει να αναπτύξει μια σωστή, αυθεντική σχέση μαζί του και θα νιώθει ότι, για το παιδί, η ίδια είναι αναντικατάστατη.
Recommended Comments
Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο